- αρχιτεκτονικός
- -ή, -ό (Α ἀρχιτεκτονικός, -ή, -όν) [αρχιτέκτων]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιτέκτονα και στην τέχνη του2. το θηλ. ως ουσ. βλ. αρχιτεκτονική3. η ευρυθμία και η τήρηση ορισμένων αναλογιών σε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό έργοαρχ.1. ο αρχιτέκτων2. (φιλοσ.) η αρχική και σπουδαιότερη τέχνη ή επιστήμη, η οποία επιβάλλεται σε όλες τις άλλες.
Dictionary of Greek. 2013.